↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο προηγμένος η προηγμένη το προηγμένο
      γενική του προηγμένου της προηγμένης του προηγμένου
    αιτιατική τον προηγμένο την προηγμένη το προηγμένο
     κλητική προηγμένε προηγμένη προηγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προηγμένοι οι προηγμένες τα προηγμένα
      γενική των προηγμένων των προηγμένων των προηγμένων
    αιτιατική τους προηγμένους τις προηγμένες τα προηγμένα
     κλητική προηγμένοι προηγμένες προηγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
προηγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου του προάγομαι

προηγμένος, -η, -ο

  • που βρίσκεται σε ανώτερο στάδιο εξέλιξης, προόδου
    οι προηγμένες τεχνολογικά χώρες της Ευρώπης
    τα προηγμένα κράτη στήριξαν την ανάπτυξή τους στον τρίτο κόσμο

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία