Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξελιγμένος η εξελιγμένη το εξελιγμένο
      γενική του εξελιγμένου της εξελιγμένης του εξελιγμένου
    αιτιατική τον εξελιγμένο την εξελιγμένη το εξελιγμένο
     κλητική εξελιγμένε εξελιγμένη εξελιγμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξελιγμένοι οι εξελιγμένες τα εξελιγμένα
      γενική των εξελιγμένων των εξελιγμένων των εξελιγμένων
    αιτιατική τους εξελιγμένους τις εξελιγμένες τα εξελιγμένα
     κλητική εξελιγμένοι εξελιγμένες εξελιγμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξελιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξελίσσω, εξελίσσομαι

  Μετοχή επεξεργασία

εξελιγμένος, -η, -ο

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία