εξελιγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- εξελιγμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εξελίσσω, εξελίσσομαι
Μετοχή
επεξεργασία
εξελιγμένος, -η, -ο
- που έχει εξελιχθεί
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη εξέλιξη