évolué
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | évolué | évolués |
θηλυκό | évoluée | évoluées |
Επίθετο
επεξεργασίαévolué (fr)
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη évoluer
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | évolué | évolués |
θηλυκό | évoluée | évoluées |
évolué (fr)