arriéré
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arriéré | arriérés |
θηλυκό | arriérée | arriérées |
Επίθετο
επεξεργασίαarriéré (fr)
- καθυστερημένος (οικονομικά ή διανοητικά)
- οπισθοδρομικός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | arriéré | arriérés |
θηλυκό | arriérée | arriérées |
arriéré (fr)