Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Donate Now
If this site has been useful to you, please give today.
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εξελίσσομαι
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
εξελίσσομαι
<
εξελίσσω
<
αρχαία ελληνική
ἐξελίσσω
Ρήμα
επεξεργασία
εξελίσσομαι
,
στ.μέλλ
.
: θα
εξελιχτώ
,
αόρ
.
:
εξελίχτηκα
,
μτχ.π.π
.:
εξελιγμένος
ακολουθώ μια διαδικασία
εξέλιξης
βελτιώνω
τις ικανότητές μου σε έναν τομέα
ανέρχομαι
σε υψηλότερες βαθμίδες επαγγελματικά
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εξελίσσομαι
αγγλικά
:
develop
(en)
,
turn out
(en)
γαλλικά
:
évoluer
(fr)