ενεστώτας turn out
γ΄ ενικό ενεστώτα turns out
αόριστος turned out
παθητική μετοχή turned out
ενεργητική μετοχή turning out

  Ετυμολογία

επεξεργασία
turn out < → δείτε τις λέξεις turn και out

turn out (en)

  1. (αμετάβατο) αποδείχνομαι, βγαίνω, αληθεύω
    ⮡  as it eventually turned out - όπως αποδείχτηκε τελικά
    ⮡  He turned out to be more informed than the so-called “experts”.
    Αποδείχτηκε πιο ενημερωμένος από τους λεγόμενους «ειδικούς».
    ⮡  He turned out to be a thief/liar/cheat.
    Βγήκε κλεφτής/ψεύτης/απατεώνας.
    ⮡  If my suspicions turn out to be true
    Αν αληθέψουν οι υποψίες μου…
  2. (αμετάβατο) καταλήγω, πηγαίνω, εξελίσσομαι, αποβαίνω, βγαίνω, συμβαίνει με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  If things turn out badly…
    Αν τα πράγματα καταλήξουν άσχημα…
    ⮡  How did the elections turn out?
    Πώς πήγαν οι εκλογές;
    ⮡  If all turns out well…
    Αν πάνε όλα καλά…
    ⮡  Do not worry, everything will turn out all right.
    Μην στενοχωριέσαι, όλα θα πάνε καλά/όλα θα εξελιχθούν καλά.
    ⮡  It will turn out detrimental to our interests.
    Θα αποβεί σε βάρος των συμφερόντων μας.
    ⮡  The car didn’t turn out to be a good one.
    Το αυτοκίνητο δε βγήκε καλό.
     συνώνυμα:  end up, go, go off, pass off, shape up, wind up και work out
  3. (αμετάβατο) βγαίνω, είμαι παρών σε ένα γεγονός
    ⮡  The whole village turned out to welcome him.
    Όλο το χωριό βγήκε να τον υποδεχτεί.
  4. (μεταβατικό) βγάζω, παράγω κάτι
    ⮡  Our factory turns out 100 cars per day.
    Το εργοστάσιό μας βγάζει/παράγει 100 αυτοκίνητα την ημέρα.
  5. (μεταβατικό και αμετάβατο) σβήνω ένα φως ή μια πηγή θερμότητας
    ⮡  We turned out the lights.
    Σβήσαμε τα φώτα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη switch off