switch off
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | switch off |
γ΄ ενικό ενεστώτα | switches off |
αόριστος | switched off |
παθητική μετοχή | switched off |
ενεργητική μετοχή | switching off |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαswitch off (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σβήνω ένα φως, μηχανή κτλ. με ένα κουμπί ή διακόπτη
Πηγές
επεξεργασία- switch off - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 781. ISBN 9780194325684., λήμμα: σβήνω