switch on
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | switch on |
γ΄ ενικό ενεστώτα | switches on |
αόριστος | switched on |
παθητική μετοχή | switched on |
ενεργητική μετοχή | switching on |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαswitch on (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) ανάβω ένα φως, μηχανή κ.λπ. με ένα κουμπί ή διακόπτη
Πηγές
επεξεργασία- switch on - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 42. ISBN 9780194325684., λήμμα: ανάβω