ενεστώτας activate
γ΄ ενικό ενεστώτα activates
αόριστος activated
παθητική μετοχή activated
ενεργητική μετοχή activating

activate (en)

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τις λέξεις active και act