enable
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | enable |
γ΄ ενικό ενεστώτα | enables |
αόριστος | enabled |
παθητική μετοχή | enabled |
ενεργητική μετοχή | enabling |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαenable (en)
- επιτρέπω
- καθιστώ ικανό, καθιστώ δυνατό, δίνω τη δυνατότητα
- (πληροφορική) ενεργοποιώ