Ετυμολογία

επεξεργασία
enabler < enable + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

enabler (en)

  1. επιτρέπων
  2. υποκινητής, υποκινήτρια
  3. παθητικός συνεργός (νομικό)