ενεστώτας disable
γ΄ ενικό ενεστώτα disables
αόριστος disabled
παθητική μετοχή disabled
ενεργητική μετοχή disabling

disable (en)

  1. καθιστώ κάποιον ανάπηρο
  2. απενεργοποιώ, τίθεται κάτι εκτός λειτουργίας
      The pilot of the aircraft disabled the autopilot
    Ο κυβερνήτης του αεροσκάφους απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο
      The telephone device has been temporarily disabled.
    Η τηλεφωνική συσκευή έχει τεθεί προσωρινά εκτός λειτουργίας.
     συνώνυμα:  deactivate και inactivate
     αντώνυμα: enable

Συγγενικά

επεξεργασία