ενεστώτας inactivate
γ΄ ενικό ενεστώτα inactivates
αόριστος inactivated
παθητική μετοχή inactivated
ενεργητική μετοχή inactivating

inactivate (en)

  • απενεργοποιώ
    ⮡  The pilot of the aircraft inactivated the autopilot
    Ο κυβερνήτης του αεροσκάφους απενεργοποίησε τον αυτόματο πιλότο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία