disabled
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαdisabled (en)
- ανάπηρος, αχρηστευμένος
- ⮡ disabled children - ανάπηρα παιδιά
- ⮡ His legs are disabled from rheumatism.
- Τα πόδια του είναι αχρηστευμένα από τους ρευματισμούς.
- ⮡ He has been disabled all his life.
- Έχει αχρηστευτεί για όλη του τη ζωή.
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdisabled (en)
- οι ανάπηροι, θεωρούμενοι ως σύνολο
Ρηματικός τύπος
επεξεργασίαdisabled (en)