ενικός         πληθυντικός  
mode modes

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

mode (en)

  1. ο τρόπος, η μέθοδος
    camera in night mode : κάμερα σε νυχτερινή λειτουργία
    in (something) mode: σε (τάδε) λειτουργία/επιλογή
  2. η μόδα
  3. (πληροφορική) ρύθμιση, προσαρμογή, κατάσταση (τρόπος) λειτουργίας, ρύθμιση όπου η λειτουργικότητα (functionality) προγράμματος ή συσκευής, προσαρμόζεται στα πλαίσια κάποιου σκοπού
    ⮡  verbose / concise mode
    «λεπτομερής / συνοπτική (κατάσταση) λειτουργίας»
    ⮡  it will enable debug mode
    «αυτό θα ενεργοποιήσει τη λειτουργία εντοπισμού σφαλμάτων»

Δείτε επίσης

επεξεργασία
  • mode στην αγγλική Βικιπαίδεια  



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mode modes

mode (fr) αρσενικό

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mode modes

mode (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία