προσαρμογή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- προσαρμογή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προσαρμογή
- (έννοια τροποποίησης) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική adaptation[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pɾo.saɾ.moˈʝi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐σαρ‐μο‐γή
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσαρμογή θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσαρμόζω
- (πληροφορική) βλ. συνώνυμο ρύθμιση
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις προσαρμόζω, αρμόζω, αρμός και ἀραρίσκω
Μεταφράσεις
επεξεργασία να ταιριάζει ή να συμφωνεί με κάτι άλλο
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ προσαρμογή - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | προσαρμογή | αἱ | προσαρμογαί | ||||
γενική | τῆς | προσαρμογῆς | τῶν | προσαρμογῶν | ||||
δοτική | τῇ | προσαρμογῇ | ταῖς | προσαρμογαῖς | ||||
αιτιατική | τὴν | προσαρμογήν | τὰς | προσαρμογᾱ́ς | ||||
κλητική ὦ! | προσαρμογή | προσαρμογαί | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | προσαρμογᾱ́ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | προσαρμογαῖν | ||||||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- προσαρμογή < προσαρμόζω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπροσαρμογή θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) το ταίριασμα κάποιων πραγμάτων μεταξύ τους
Πηγές
επεξεργασία- προσαρμογή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.