πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προσαρμογή οι προσαρμογές
      γενική της προσαρμογής των προσαρμογών
    αιτιατική την προσαρμογή τις προσαρμογές
     κλητική προσαρμογή προσαρμογές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσαρμογή θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του προσαρμόζω
    1. το ταίριασμα κάποιων πραγμάτων μεταξύ τους και η σύνδεσή τους
    2. η τροποποίηση και αλλαγή που γίνεται σε κάτι, προκειμένου να ταιριάζει ή να συμφωνεί με κάτι άλλο
  2. (πληροφορική) βλ. συνώνυμο ρύθμιση

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική προσαρμογή αἱ προσαρμογαί
      γενική τῆς προσαρμογῆς τῶν προσαρμογῶν
      δοτική τῇ προσαρμογ ταῖς προσαρμογαῖς
    αιτιατική τὴν προσαρμογήν τὰς προσαρμογᾱ́ς
     κλητική ! προσαρμογή προσαρμογαί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  προσαρμογᾱ́
γεν-δοτ τοῖν  προσαρμογαῖν
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
προσαρμογή < προσαρμόζω

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προσαρμογή θηλυκό