Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

ΔΦΑ : /kənˈsaɪs/
 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

concise (en)

  1. σύντομος και περιεκτικός, συνοπτικός, λακωνικός
  2. (πληροφορική) συνοπτικός, για λειτουργία που δεν παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες
    verbose / concise mode- λεπτομερής / συνοπτική κατάσταση λειτουργίας)

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία