concise
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
concise (en)
- σύντομος και περιεκτικός, συνοπτικός, λακωνικός
- (πληροφορική) συνοπτικός, για λειτουργία που δεν παρέχει λεπτομερείς πληροφορίες
- ↪ verbose / concise mode- λεπτομερής / συνοπτική κατάσταση λειτουργίας)