Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνοπτικός η συνοπτική το συνοπτικό
      γενική του συνοπτικού της συνοπτικής του συνοπτικού
    αιτιατική τον συνοπτικό τη συνοπτική το συνοπτικό
     κλητική συνοπτικέ συνοπτική συνοπτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνοπτικοί οι συνοπτικές τα συνοπτικά
      γενική των συνοπτικών των συνοπτικών των συνοπτικών
    αιτιατική τους συνοπτικούς τις συνοπτικές τα συνοπτικά
     κλητική συνοπτικοί συνοπτικές συνοπτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

συνοπτικός < σύνοψη + -ικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Επίθετο επεξεργασία

συνοπτικός

  1. που συνοψίζει, που εκθέτει με λίγα λόγια το συμπέρασμα μιας συζήτησης ή ενός κειμένου που προηγήθηκε
  2. που διαρκεί λίγο
  3. (γραμματική) που αναφέρεται στους ρηματικούς χρόνους που δεν δηλώνουν τη διάρκεια ή την επανάληψη μιας πράξης
  4. (χριστιανισμός) που αναφέρεται στα ευαγγέλια κατά Ματθαίον, Μάρκον, Λουκάν

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία