Δείτε επίσης: σύντονος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύντομος η σύντομη το σύντομο
      γενική του σύντομου της σύντομης του σύντομου
    αιτιατική τον σύντομο τη σύντομη το σύντομο
     κλητική σύντομε σύντομη σύντομο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύντομοι οι σύντομες τα σύντομα
      γενική των σύντομων των σύντομων των σύντομων
    αιτιατική τους σύντομους τις σύντομες τα σύντομα
     κλητική σύντομοι σύντομες σύντομα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύντομος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σύντομος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /sin.do.mos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐ντο‐μος
παλιότερος συλλαβισμός: σύν‐το‐μος

  Επίθετο

επεξεργασία

σύντομος, -η, -ο, συγκριτικός: συντομότερος, υπερθετικός:  συντομότατος

  1. που έχει μικρή διάρκεια
  2. (για διάστημα, απόσταση) που έχει μικρό μήκος
     αντώνυμα: μακρύς, μεγάλος
  3. (για κείμενο ή προφορικό λόγο) που έχει μικρή έκταση, που διατυπώνεται με σχετικά λίγες λέξεις
     συνώνυμα: συνοπτικός → δείτε και τη λέξη λακωνικός
     αντώνυμα: μακροσκελής, εκτενής, χρονοβόρος, μακρόσυρτος, σχοινοτενής

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σύντομος τὸ σύντομον
      γενική τοῦ/τῆς συντόμου τοῦ συντόμου
      δοτική τῷ/τῇ συντόμ τῷ συντόμ
    αιτιατική τὸν/τὴν σύντομον τὸ σύντομον
     κλητική ! σύντομε σύντομον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σύντομοι τὰ σύντομ
      γενική τῶν συντόμων τῶν συντόμων
      δοτική τοῖς/ταῖς συντόμοις τοῖς συντόμοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς συντόμους τὰ σύντομ
     κλητική ! σύντομοι σύντομ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συντόμω τὼ συντόμω
      γεν-δοτ τοῖν συντόμοιν τοῖν συντόμοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύντομος < σύν- + τομ-, μεταπτωτική βαθμίδα όπως στο τέμνω + -ος

  Επίθετο

επεξεργασία

σύντομος, -ος, -ον, συγκριτικός: συντομώτερος, υπερθετικός:  συντομώτατος

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη τέμνω