Ετυμολογία

επεξεργασία
synoptique < αρχαία ελληνική συνοπτικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.nɔp.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
synoptique synoptiques

synoptique (fr) αρσενικό ή θηλυκό