↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο περιεκτικός η περιεκτική το περιεκτικό
      γενική του περιεκτικού της περιεκτικής του περιεκτικού
    αιτιατική τον περιεκτικό την περιεκτική το περιεκτικό
     κλητική περιεκτικέ περιεκτική περιεκτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι περιεκτικοί οι περιεκτικές τα περιεκτικά
      γενική των περιεκτικών των περιεκτικών των περιεκτικών
    αιτιατική τους περιεκτικούς τις περιεκτικές τα περιεκτικά
     κλητική περιεκτικοί περιεκτικές περιεκτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
περιεκτικός < ελληνιστική κοινή περιεκτικός < αρχαία ελληνική περιέχω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /pe.ɾi.e.ktiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πε‐ρι‐ε‐κτι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

περιεκτικός, -ή, -ό

  1. που περιέχει, περιλαμβάνει πολλά
    ⮡  Το σκεύασμα αυτό είναι περιεκτικό σε βιταμίνες.
  2. λόγος που είναι πυκνός, πλούσιος σε περιεχόμενο, που περιέχει αρκετά νοήματα με χρήση λίγων λέξεων
    ⮡  Οι δηλώσεις του ήταν σύντομες και περιεκτικές.
    ⮡  Τα κείμενά του είναι λιτά και περιεκτικά· δεν πλατειάζει, αλλά δεν χάνει και τη βαθύτερη ουσία του θέματος.

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία