Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
riche riches

riche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. πλούσιος, εύπορος
  2. περιεκτικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
riche riches

riche (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία