dense
Αγγλικά (en) Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
dense (en)
- πυκνός (για σώματα με μεγάλη πυκνότητα)
- πυκνός(για πληθυσμό)
- δύσκολος να τον διαπεράσεις
- αδιαφανής
- δυσνόητος
- για άτομο χαμηλής νοημοσύνης
Επεξεργασία
Γαλλικά (fr) Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
dense | denses |
dense (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Εσπεράντο (eo)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
dense (eo)