περιεκτικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- περιεκτικότητα < περιεκτικός + -ότητα (μαρτυρείται από το 1877) ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική capacité)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπεριεκτικότητα θηλυκό
- η ποσότητα κάποιου πράγματος ή υλικού που περιέχεται σε κάποιο άλλο πράγμα ή υλικό
- η χωρητικότητα
- (για λόγο) το να είναι κάποιος περιεκτικός, η ιδιότητα του περιεκτικού
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία για λόγο