content
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Προφορά 1 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
content | contents |
content (en)
- το περιεχόμενο
- (μόνο στον ενικό και μετά από ουσιαστικό) η περιεκτικότητα, η ποσότητα μιας ουσίας που περιέχεται σε κάτι άλλο
- ↪ The gold/uranium content is low.
- Η περιεκτικότητα σε χρυσό/ουράνιο είναι μικρή.
- ↪ Oranges have a high vitamin C content.
- Τα πορτοκάλια έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνη C.
- ↪ The gold/uranium content is low.
- (πληροφορική, διαδίκτυο) οι πληροφορίες, τα δεδομένα που περιέχονται σε ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, σε μία ιστοσελίδα
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
πληροφορική:
Προφορά 2 επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
- η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση
Πηγές επεξεργασία
- content (noun 1) - Oxford Learner's Dictionaries
- content (adjective 2) - Oxford Learner's Dictionaries
- content (verb 2) - Oxford Learner's Dictionaries
- content (noun 2) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 684. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιεκτικότητα
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- content < λατινικά contentus
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | content | contents |
θηλυκό | contente | contentes |
content (fr)