content
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά 1
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
content | contents |
content (en)
- (μόνο πληθυντικός) το περιεχόμενο, τα πράγματα που περιέχονται σε κάτι
- ⮡ the contents of a flask/container/bag/box - το περιεχόμενο φιάλης/δοχείου/σακούλας/κιβωτίου
- ⮡ the contents of a book/speech - το περιεχόμενο ενός βιβλίου/λόγου
- ⮡ He emptied his pockets of their contents.
- Άδειασε τις τσέπες του από το περιεχόμενο τους.
- (μόνο πληθυντικός) τα περιεχόμενα, τα διάφορα τμήματα που περιέχονται σε ένα βιβλίο
- ⮡ a table of contents - πίνακας περιεχόμενων
- (μη μετρήσιμο) το περιεχόμενο, το θέμα ενός βιβλίου, ομιλίας, προγράμματος κτλ.
- ⮡ The content of the first chapter looks more interesting.
- Περισσότερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το περιεχόμενο του πρώτου κεφαλαίου.
- ⮡ the content of a book/speech - το περιεχόμενο ενός βιβλίου/λόγου
- ⮡ The content of the first chapter looks more interesting.
- (μόνο ενικός και μετά από ουσιαστικό) η περιεκτικότητα, η ποσότητα μιας ουσίας που περιέχεται σε κάτι άλλο
- ⮡ the water vapor content of the air - η περιεκτικότητα του αέρα σε υδρατμούς
- ⮡ The gold/uranium content is low.
- Η περιεκτικότητα σε χρυσό/ουράνιο είναι μικρή.
- ⮡ Oranges have a high vitamin C content.
- Τα πορτοκάλια έχουν μεγάλη περιεκτικότητα σε βιταμίνη C.
- (πληροφορική, διαδίκτυο) οι πληροφορίες, τα δεδομένα που περιέχονται σε ένα ηλεκτρονικό έγγραφο, σε μία ιστοσελίδα
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαπληροφορική:
Προφορά 2
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | content |
συγκριτικός | more content |
υπερθετικός | most content |
content (en)
- ικανοποιημένος, ικανοποιούμαι, αρκούμαι, επαναπαύομαι, είμαι χαρούμενος και ικανοποιημένος με αυτό που έχω
- ⮡ Are you content with your salary?
- Είσαι ικανοποιημένος από το μισθό σου;
- ⮡ She’s content with very little.
- Ικανοποιείται με το ελάχιστο./Αρκείται σε πολύ λίγα.
- ⮡ Don’t be content with what you know.
- Μην επαναπαύεσαι σ' αυτά που ξέρεις.
- ⮡ Are you content with your salary?
Ουσιαστικό
επεξεργασία- η ευχαρίστηση, η ικανοποίηση
- ⮡ inner content - εσωτερική ευχαρίστηση
- ≈ συνώνυμα: contentment
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | content |
γ΄ ενικό ενεστώτα | contents |
αόριστος | contented |
παθητική μετοχή | contented |
ενεργητική μετοχή | contenting |
content (en)
- αρκούμαι, δέχομαι και ικανοποιούμαι με κάτι και δεν προσπαθώ να έχω ή να κάνω κάτι καλύτερο
- ⮡ We must content ourselves with what we have.
- Πρέπει να αρκεστούμε σ' αυτό που έχουμε.
- ⮡ We must content ourselves with what we have.
Πηγές
επεξεργασία- content (noun 1) - Oxford Learner's Dictionaries
- content (adjective 2) - Oxford Learner's Dictionaries
- content (noun 2) - Oxford Learner's Dictionaries
- content (verb 2) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 684. ISBN 9780194325684., λήμμα: περιεκτικότητα
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- content < λατινικά contentus
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | content | contents |
θηλυκό | contente | contentes |
content (fr)