↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ικανοποιημένος η ικανοποιημένη το ικανοποιημένο
      γενική του ικανοποιημένου της ικανοποιημένης του ικανοποιημένου
    αιτιατική τον ικανοποιημένο την ικανοποιημένη το ικανοποιημένο
     κλητική ικανοποιημένε ικανοποιημένη ικανοποιημένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ικανοποιημένοι οι ικανοποιημένες τα ικανοποιημένα
      γενική των ικανοποιημένων των ικανοποιημένων των ικανοποιημένων
    αιτιατική τους ικανοποιημένους τις ικανοποιημένες τα ικανοποιημένα
     κλητική ικανοποιημένοι ικανοποιημένες ικανοποιημένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ικανοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ικανοποιώ

ικανοποιημένος, -η, -ο

  • που αισθάνεται καλά, επειδή πραγματοποιήθηκε μια επιθυμία του
    ※  Είναι πολύ ικανοποιημένη που επιτέλους πήρε το πτυχίο της

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία