ικανοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ικανοποιημένος: μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος ικανοποιώ
Μετοχή
επεξεργασίαικανοποιημένος, -η, -ο
- που αισθάνεται καλά, επειδή πραγματοποιήθηκε μια επιθυμία του
- ※ Είναι πολύ ικανοποιημένη που επιτέλους πήρε το πτυχίο της