Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

δεδομένα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού της μετοχής δεδομένος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δεδομένα ουδέτερο στον πληθυντικό

  1. (πληροφορική) στοιχεία, πληροφορίες, σε δυαδική μορφή που εισάγονται προς επεξεργασία σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή προβάλλονται ως έξοδος σε μια περιφερειακή συσκευή
  2. (πληροφορική) στοιχεία, πληροφορίες, που έχουν λάβει δυαδική μορφή και έχουν αποθηκευτεί σε σκληρό δίσκο ή άλλο μέσο.
    μου χτύπησε ο σκληρός και έχασα όλα τα δεδομένα μου

Σημειώσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία