δεδομένα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δεδομένα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο πληθυντικού της μετοχής δεδομένος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδεδομένα ουδέτερο στον πληθυντικό
- (πληροφορική) στοιχεία, πληροφορίες, σε δυαδική μορφή που εισάγονται προς επεξεργασία σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή ή προβάλλονται ως έξοδος σε μια περιφερειακή συσκευή
- (πληροφορική) στοιχεία, πληροφορίες, που έχουν λάβει δυαδική μορφή και έχουν αποθηκευτεί σε σκληρό δίσκο ή άλλο μέσο.
- μου χτύπησε ο σκληρός και έχασα όλα τα δεδομένα μου
Σημειώσεις
επεξεργασία- Στην πληροφορική ότι αφορά το λογισμικό (όχι το υλισμικό) είναι δεδομένα. Ακόμη και τα προγράμματα που εκτελούνται εμπεριέχονται σε αρχεία, τα εκτελέσιμα αρχεία, που τα δεδομένα τους είναι εντολές για το τι πρέπει να κάνει το πρόγραμμα. Όταν ξεκινάει ο υπολογιστής φορτώνει από προκαθορισμένη θέση του σκληρού δίσκου τα δεδομένα που του λένε που θα βρει αποθηκευμένα τα εκτελέσιμα αρχεία του λειτουργικού συστήματος. Μετά το υλισμικό ότι υπάρχει είναι δεδομένα.
- → δείτε τη λέξη συμβολοσειρά
Συγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- δείτε: δεδομένο