υλισμικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υλισμικό | τα | υλισμικά |
γενική | του | υλισμικού | των | υλισμικών |
αιτιατική | το | υλισμικό | τα | υλισμικά |
κλητική | υλισμικό | υλισμικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
υλισμικό ουδέτερο
- (νεολογισμός) (πληροφορική) το υλικό μέρος του εξοπλισμού ενός συστήματος υπολογιστή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία
Ελληνική Εταιρεία Ορολογίας:
- Ορόγραμμα αρ.22, σελ.4: https://www.eleto.gr/download/Orogramma/Or022.pdf#page=4 και
– Ορόγραμμα αρ.24, σελ.2: https://www.eleto.gr/download/Orogramma/Or024.pdf#page=2
- ↑ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.