υλισμικό
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υλισμικό | τα | υλισμικά |
γενική | του | υλισμικού | των | υλισμικών |
αιτιατική | το | υλισμικό | τα | υλισμικά |
κλητική | υλισμικό | υλισμικά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαυλισμικό < ύλη + -ισμικό κατ' αναλογία με το λογισμικό < λογισμός < λόγος < νεολογισμός αρχών του 21ου αιώνα που έχει προταθεί από την ΕΛΕΤΟ [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυλισμικό ουδέτερο
- (νεολογισμός) (πληροφορική) το υλικό μέρος του εξοπλισμού ενός συστήματος υπολογιστή
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ ΟΜΑΔΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΕΛΟΤ/ΤΕ48/ΟΕ1 “Ορολογία Πληροφορικής”, σελ. 3. Προσπέλαση 2020-06-19.