εξοπλισμός
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- εξοπλισμός < από το μεταγενέστερο ἐξοπλισμός. < Από το ρήμα ἐξοπλίζω.
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
εξοπλισμός αρσενικό
- ο εφοδιασμός με όπλα, με πολεμικό υλικό
- ο εφοδιασμός με τα κατάλληλα εργαλεία, εξαρτήματα, μηχανήματα, όργανα
- τα διαθέσιμα οπλικά συστήματα, το σύνολο του πολεμικού υλικού
- Χώρες με πυρηνικό εξοπλισμό.