ενικός         πληθυντικός  
armament armaments

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

armament (en)

  1. το όπλο, ο εξοπλισμός
    ⮡  the armament race - ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών
     συνώνυμα: arm
  2. ο εξοπλισμός, ο εφοδιασμός με όπλα
    ⮡  The purchase of new weapons for the armament of our army
    Η αγορά νέων όπλων για εξοπλισμό του στρατού μας
     συνώνυμα: arming