Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
armament
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Αγγλικά
(en)
επεξεργασία
ενικός
πληθυντικός
armament
armaments
Ουσιαστικό
επεξεργασία
armament
(en)
το
όπλο
, ο
εξοπλισμός
⮡
the
armament
race
- ο ανταγωνισμός των
εξοπλισμών
≈
συνώνυμα
:
arm
ο
εξοπλισμός
, ο
εφοδιασμός
με όπλα
⮡
The purchase of new weapons for the
armament
of our army
Η αγορά νέων όπλων για
εξοπλισμό
του στρατού μας
≈
συνώνυμα
:
arming