Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arming armings

arming (en)

  1. ο εξοπλισμός
    ⮡  The purchase of new weapons for arming our army
    Η αγορά νέων όπλων για εξοπλισμό του στρατού μας
     συνώνυμα: armament

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

arming (en)