Δείτε επίσης: ARM

Αγγλικά (en)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
arm arms

arm (en)

  1. το χέρι, ο βραχίονας
    1. το χέρι (από τον ώμο μέχρι (μερικές φορές) και τον καρπό)
    2. ο βραχίονας, το μπράτσο
    3. μηχανικός βραχίονας
    4. οτιδήποτε μοιάζει με βραχίονα
  2. το όπλο, ο εξοπλισμός
    To arms! - Στα όπλα!
    the arms race - ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών
     συνώνυμα: armament

  ΡήμαΕπεξεργασία

ενεστώτας arm
γ΄ ενικό ενεστώτα arms
αόριστος armed
παθητική μετοχή armed
ενεργητική μετοχή arming

arm (en)

ΑντώνυμαΕπεξεργασία

Συγγενικές λέξειςΕπεξεργασία


Γερμανικά (de)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

arm (de)

  1. φτωχός (χωρίς χρήματα)
  2. φτωχός (κακόμοιρος)

ΚλίσηΕπεξεργασία



Εσθονικά (et)Επεξεργασία

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

arm (et)



Ολλανδικά (nl)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΕπίθετοΕπεξεργασία

arm (nl)



Σουηδικά (sv)Επεξεργασία

  ΠροφοράΕπεξεργασία

 

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

arm (sv) κοινό

  1. βραχίονας, μπράτσο