Δείτε επίσης: ARM

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
arm arms

arm (en)

  1. (ανθρώπινο σώμα) το χέρι, ο βραχίονας, το μπράτσο, το ένα από τα δύο άνω άκρα του ανθρώπου, που αποτελείται από τον ώμο, τον πήχη και την παλάμη
    ⮡  She took the baby in her arms.
    Πήρε το μωρό στα χέρια της.
    ⮡  the muscles of the arm - οι μύες του βραχίονα
    ⮡  strong arms - γερά μπράτσα
    ⮡  She held the sleeping child in her arms.
    Κρατούσε το κοιμισμένο παιδί στην αγκαλιά της.
  2. το χέρι, το μπράτσο μιας καρέκλας
    ⮡  the arms of the armchair - τα χέρια/μπράτσα της πολυθρόνας
  3. μηχανικός βραχίονας
    ⮡  the arm of a crank - ο βραχίονας ενός στροφάλου
  4. οτιδήποτε μοιάζει με βραχίονα
    ⮡  a desk lamp with a foldable arm - λάμπα γραφείου με σπαστό βραχίονα
  5. (μόνο πληθυντικός) το όπλο, ο εξοπλισμός
    ⮡  To arms! - Στα όπλα!
    ⮡  the arms race - ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών
     συνώνυμα: armament
ενεστώτας arm
γ΄ ενικό ενεστώτα arms
αόριστος armed
παθητική μετοχή armed
ενεργητική μετοχή arming

arm (en)

Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 
 

  Επίθετο

επεξεργασία

arm (de)

  1. φτωχός (χωρίς χρήματα)
  2. φτωχός (κακόμοιρος)



  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arm (et)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Επίθετο

επεξεργασία

arm (nl)



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

arm (sv) κοινό

  1. βραχίονας, μπράτσο