βραχίονας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βραχίονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραχίων[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /vɾaˈçi.o.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βρα‐χί‐ο‐νας
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβραχίονας αρσενικό
- το ανώτερο τμήμα του χεριού, από τον ώμο μέχρι τον αγκώνα
- ※ Ο άντρας που μέχρι τώρα στεκόταν με ακουμπισμένο τον βραχίονα στη γωνιά του καθίσματος ζυγώνει πιο κοντά το πρόσωπο. (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)
- μηχανικό χέρι, τμήμα μηχανήματος
- οτιδήποτε μοιάζει με χέρι
- ↪ ο βραχίονας του λιμανιού
- το ένα από τα δύο στελέχη που συγκρατούν τα γυαλιά οράσεως στο αφτί
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ο βραχίονας του χεριού
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ βραχίονας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας