Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βραχίονας οι βραχίονες
      γενική του βραχίονα των βραχιόνων
    αιτιατική τον βραχίονα τους βραχίονες
     κλητική βραχίονα βραχίονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

βραχίονας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βραχίων[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vɾaˈçi.o.nas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βρα‐χί‐ο‐νας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

βραχίονας αρσενικό

  1. το ανώτερο τμήμα του χεριού, από τον ώμο μέχρι τον αγκώνα
    ※  Ο άντρας που μέχρι τώρα στεκόταν με ακουμπισμένο τον βραχίονα στη γωνιά του καθίσματος ζυγώνει πιο κοντά το πρόσωπο. (Γιάννης Γουδέλης, Μικρή μετανάστευση σε μεγάλη ηλικία)
  2. μηχανικό χέρι, τμήμα μηχανήματος
  3. οτιδήποτε μοιάζει με χέρι
    ο βραχίονας του λιμανιού
  4. το ένα από τα δύο στελέχη που συγκρατούν τα γυαλιά οράσεως στο αφτί

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία