Δείτε επίσης: Ουλή, ούλη, -ούλη
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ουλή οι ουλές
      γενική της ουλής των ουλών
    αιτιατική την ουλή τις ουλές
     κλητική ουλή ουλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ουλή θηλυκό

  • σημάδι πάνω στο δέρμα, από πληγή που έχει κλείσει
    Tον γνώρισαν από μια παλιά ουλή.
     Aπό την εγχείρηση δε θα μείνει η παραμικρή ουλή.

Μεταφράσεις

επεξεργασία