cicatrice
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
cicatrice | cicatrices |
cicatrice (fr) θηλυκό
- η ουλή
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη cicatriser
Ιταλικά (it)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcicatrice (it)
- η ουλή
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαcicatrice (ro)
- η ουλή