Ετυμολογία

επεξεργασία
εξοπλίζω < λείπει η ετυμολογία

εξοπλίζω

ένα συνεργείο πρέπει να είναι εξοπλισμένο με πολλά εργαλεία
η χώρα θα εξοπλίσει τον στρατό της με νέα τανκς


Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία