πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η προμήθεια οι προμήθειες
      γενική της προμήθειας των προμηθειών
    αιτιατική την προμήθεια τις προμήθειες
     κλητική προμήθεια προμήθειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

προμήθεια θηλυκό

  1. η ενέργεια με την οποιά προμηθεύομαι κάτι
  2. (στον πληθυντικό) τα αγαθά που προμηθεύομαι
  3. το χρηματικό ποσό που καταβάλλεται σε κάποιον για την πώληση αγαθών και που αυξάνεται με το ποσό των αγαθών που πωλούνται

Μεταφράσεις

επεξεργασία