προμήθεια
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | προμήθεια | προμήθειες |
γενική | προμήθειας | προμηθειών |
αιτιατική | προμήθεια | προμήθειες |
κλητική | προμήθεια | προμήθειες |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- προμήθεια < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
προμήθεια θηλυκό
- η ενέργεια με την οποιά προμηθεύομαι κάτι
- (στον πληθυντικό) τα αγαθά που προμηθεύομαι