Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προμήθεια
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
προμήθει
α
οι
προμήθει
ες
γενική
της
προμήθει
ας
των
προμηθει
ών
αιτιατική
την
προμήθει
α
τις
προμήθει
ες
κλητική
προμήθει
α
προμήθει
ες
Κατηγορία
όπως «
θάλασσα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
προμήθεια
<
→
λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
προμήθεια
θηλυκό
η ενέργεια με την οποιά
προμηθεύομαι
κάτι
(
στον πληθυντικό
) τα αγαθά που προμηθεύομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προμήθεια
αγγλικά
:
supply
(en)
,
provision
(en)
γαλλικά
:
approvisionnement
(fr)
,
provision
(fr)
,
fourniture
(fr)