supply
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
supply | supplies |
supply (en)
- (μετρήσιμο) η προμήθεια, ο εφοδιασμός, μια ποσότητα από κάτι που παρέχεται ή είναι διαθέσιμο για χρήση
- ⮡ the food/medicine supply - η προμήθεια τροφίμων/φαρμάκων
- ⮡ We must ensure the city’s supply of pharmaceutical material.
- Πρέπει να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός της πόλης με φαρμακευτικό υλικό.
- (μόνο πληθυντικός) οι προμήθειες, τα εφόδια, ο εξοπλισμός, τα πράγματα όπως τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα κτλ. που χρειάζονται μια ομάδα ανθρώπων
- (μη μετρήσιμο) η τροφοδοσία, ο εφοδιασμός, ο ανεφοδιασμός, η πράξη της παροχής διαφόρων υλικών
- ⮡ The supply of water of the city was cut off.
- Διακόπηκε η τροφοδοσία της πόλης με νερό.
- ⮡ the supply of ships with fuel - η τροφοδοσία των πλοίων με καύσιμα
- ⮡ companies that undertake the supply of ships - εταιρείες που αναλαμβάνουν τον εφοδιασμό των πλοίων
- ⮡ supply the army with ammunition/food - ο ανεφοδιασμός του στρατού σε πυρομαχικά/σε τρόφιμα
- ≈ συνώνυμα: equipment και provisioning
- ⮡ The supply of water of the city was cut off.
Παράγωγα
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | supply |
γ΄ ενικό ενεστώτα | supplies |
αόριστος | supplied |
παθητική μετοχή | supplied |
ενεργητική μετοχή | supplying |
supply (en)
- τροφοδοτώ, παρέχω συστηματικά σε κάποιον ή σε κάτι τα πράγματα που χρειάζονται ή θέλουν
- ⮡ The rivers supply the cities with water.
- Τα ποτάμια τροφοδοτούν τις πόλεις με νερό.
- ⮡ The plant supplies the city with electricity.
- Το εργοστάσιο τροφοδοτεί την πόλη με ρεύμα.
- ⮡ The rivers supply the cities with water.
Πηγές
επεξεργασία- supply (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- supply (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 349. ISBN 9780194325684., λήμμα: εφόδιο