Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
supply supplies

supply (en)

  1. (μετρήσιμο) η προμήθεια, ο εφοδιασμός, μια ποσότητα από κάτι που παρέχεται ή είναι διαθέσιμο για χρήση
    ⮡  the food/medicine supply - η προμήθεια τροφίμων/φαρμάκων
    ⮡  We must ensure the city’s supply of pharmaceutical material.
    Πρέπει να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός της πόλης με φαρμακευτικό υλικό.
  2. (μόνο πληθυντικός) οι προμήθειες, τα εφόδια, ο εξοπλισμός, τα πράγματα όπως τρόφιμα, φάρμακα, καύσιμα κτλ. που χρειάζονται μια ομάδα ανθρώπων
    ⮡  Our supplies are running out.
    Εξαντλούνται οι προμήθειες μας.
    ⮡  military supplies - στρατιωτικά εφόδια
    ⮡  We have a shortage of supplies.
    Έχουμε έλλειψη εφοδίων.
    ⮡  climbing supplies - ορειβατικός εξοπλισμός
    ⮡  camping supplies - εξοπλισμός κατασκηνώσεων
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη equipment
  3. (μη μετρήσιμο) η τροφοδοσία, ο εφοδιασμός, ο ανεφοδιασμός, η πράξη της παροχής διαφόρων υλικών
    ⮡  The supply of water of the city was cut off.
    Διακόπηκε η τροφοδοσία της πόλης με νερό.
    ⮡  the supply of ships with fuel - η τροφοδοσία των πλοίων με καύσιμα
    ⮡  companies that undertake the supply of ships - εταιρείες που αναλαμβάνουν τον εφοδιασμό των πλοίων
    ⮡  supply the army with ammunition/food - ο ανεφοδιασμός του στρατού σε πυρομαχικά/σε τρόφιμα
     συνώνυμα:  equipment και provisioning

Παράγωγα

επεξεργασία
ενεστώτας supply
γ΄ ενικό ενεστώτα supplies
αόριστος supplied
παθητική μετοχή supplied
ενεργητική μετοχή supplying

supply (en)

  • τροφοδοτώ, παρέχω συστηματικά σε κάποιον ή σε κάτι τα πράγματα που χρειάζονται ή θέλουν
    ⮡  The rivers supply the cities with water.
    Τα ποτάμια τροφοδοτούν τις πόλεις με νερό.
    ⮡  The plant supplies the city with electricity.
    Το εργοστάσιο τροφοδοτεί την πόλη με ρεύμα.