provisioning
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαprovisioning (en)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
provisioning | provisionings |
provisioning (en)
provisioning (en)
ενικός | πληθυντικός |
provisioning | provisionings |
provisioning (en)