provision
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
provision | provisions |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
provision (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο εφοδιασμός, η ενέργεια του εφοδιάζω, η προμήθεια των υλικών μέσων
Provision of the city’s pharmaceutical materials must be ensured.
- Πρέπει να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός της πόλης με φαρμακευτικό υλικό.
the provision of military supplies - η προμήθεια στρατιωτικών εφοδίων
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προμήθεια, η πρόβλεψη, προετοιμάζομαι για κάτι που μπορεί ή θα συμβεί στο μέλλον
He made the necessary provisions for the winter.
- Έκανε τις απαραίτητες προμήθειες για το χειμώνα.
The law has a special provision for certain offenses.
- Ο νόμος έχει ειδική πρόβλεψη για ορισμένα αδικήματα.
There is a provision for a special fund for unforeseen expenses.
- Υπάρχει πρόβλεψη ενός ειδικού κονδυλίου για απρόβλεπτα έξοδα.
- (μόνο πληθυντικός) οι προμήθειες, τα εφόδια, καθετί που προμηθεύεται κάποιος
Our provisions were starting to run out.
- Οι προμήθειές μας άρχισαν να εξαντλούνται.
The campers had the necessary provisions with them.
- Οι κατασκηνωτές είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εφόδια.
- η διάταξη, η ρήτρα, ειδικό τμήμα νόμου ή κανονισμού αναφερόμενο σε συγκεκριμένο θέμα
The controversial provisions were erased from the bill.
- Απαλείφτηκαν οι επίμαχες διατάξεις από το νομοσχέδιο.