ενικός         πληθυντικός  
provision provisions

Ουσιαστικό

επεξεργασία

provision (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο εφοδιασμός, η ενέργεια του εφοδιάζω, η προμήθεια των υλικών μέσων
    παράδειγμα  Provision of the city’s pharmaceutical materials must be ensured.
    Πρέπει να εξασφαλιστεί ο εφοδιασμός της πόλης με φαρμακευτικό υλικό.
    παράδειγμα  the provision of military supplies - η προμήθεια στρατιωτικών εφοδίων
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η προμήθεια, η πρόβλεψη, προετοιμάζομαι για κάτι που μπορεί ή θα συμβεί στο μέλλον
    παράδειγμα  He made the necessary provisions for the winter.
    Έκανε τις απαραίτητες προμήθειες για το χειμώνα.
    παράδειγμα  The law has a special provision for certain offenses.
    Ο νόμος έχει ειδική πρόβλεψη για ορισμένα αδικήματα.
    παράδειγμα  There is a provision for a special fund for unforeseen expenses.
    Υπάρχει πρόβλεψη ενός ειδικού κονδυλίου για απρόβλεπτα έξοδα.
  3. (μόνο πληθυντικός) οι προμήθειες, τα εφόδια, καθετί που προμηθεύεται κάποιος
    παράδειγμα  Our provisions were starting to run out.
    Οι προμήθειές μας άρχισαν να εξαντλούνται.
    παράδειγμα  The campers had the necessary provisions with them.
    Οι κατασκηνωτές είχαν μαζί τους τα απαραίτητα εφόδια.
  4. η διάταξη, η ρήτρα, ειδικό τμήμα νόμου ή κανονισμού αναφερόμενο σε συγκεκριμένο θέμα
    παράδειγμα  The controversial provisions were erased from the bill.
    Απαλείφτηκαν οι επίμαχες διατάξεις από το νομοσχέδιο.

Ουσιαστικό

επεξεργασία

provision (fr) θηλυκό