Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εφοδιασμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Δείτε επίσης
:
ἐφοδιασμός
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εφοδιασμ
ός
οι
εφοδιασμ
οί
γενική
του
εφοδιασμ
ού
των
εφοδιασμ
ών
αιτιατική
τον
εφοδιασμ
ό
τους
εφοδιασμ
ούς
κλητική
εφοδιασμ
έ
εφοδιασμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εφοδιασμός
< (
ελληνιστική κοινή
)
ἐφοδιασμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εφοδιασμός
αρσενικό
η
ενέργεια
και το
αποτέλεσμα
του
εφοδιάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εφοδιασμός
αγγλικά
:
supplial
(en)
,
supply
(en)
γαλλικά
:
ravitaillement
(fr)