• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εφοδιασμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἐφοδιασμός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εφοδιασμός οι εφοδιασμοί
      γενική του εφοδιασμού των εφοδιασμών
    αιτιατική τον εφοδιασμό τους εφοδιασμούς
     κλητική εφοδιασμέ εφοδιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εφοδιασμός < (ελληνιστική κοινή) ἐφοδιασμός

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφοδιασμός αρσενικό

  • η ενέργεια και το αποτέλεσμα του εφοδιάζω

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εφοδιασμός
  • αγγλικά : provision (en), supply (en)
  • γαλλικά : ravitaillement (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εφοδιασμός&oldid=6967860"
Τελευταία επεξεργασία στις 29 Νοεμβρίου 2024, στις 08:27

Γλώσσες

    • Polski
    Βικιλεξικό
    • Wikimedia Foundation
    • Powered by MediaWiki
    • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 29 Νοεμβρίου 2024, στις 08:27.
    • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
    • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
    • Σχετικά με Βικιλεξικό
    • Αποποίηση ευθυνών
    • Κώδικας συμπεριφοράς
    • Προγραμματιστές
    • Στατιστικά
    • Δήλωση cookie
    • Όροι χρήσης
    • Επιφάνεια εργασίας