• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εφόδιο

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Προφορά
    • 1.3 Ουσιαστικό
      • 1.3.1 Συγγενικά
      • 1.3.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εφόδιο τα εφόδια
      γενική του εφοδίου
& εφόδιου
των εφοδίων
    αιτιατική το εφόδιο τα εφόδια
     κλητική εφόδιο εφόδια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
εφόδιο < αρχαία ελληνική ἐφόδιον < ἐπί + ὁδός

Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /eˈfo.ði.o/

Ουσιαστικό

επεξεργασία

εφόδιο ουδέτερο

  • το υλικό, ηθικό ή πνευματικό μέσο απαραίτητο σε κάποιον για να ενεργήσει ή να πετύχει κάτι

Συγγενικά

επεξεργασία
  • ανεφοδιάζω
  • ανεφοδιασμός
  • ανεφοδίαστος
  • εφοδιάζω
  • εφοδιασμένος
  • εφοδιασμός
  • → δείτε τις λέξεις επί και οδός

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    εφόδιο
  • αγγλικά : supply (en)
  • γαλλικά : provision (fr), ravitaillement (fr), bagage (fr)
  • γερμανικά : Vorrat (de), Proviant (de), Mittel (de)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εφόδιο&oldid=5578379"
Τελευταία επεξεργασία στις 6 Αυγούστου 2022, στις 20:52

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 6 Αυγούστου 2022, στις 20:52.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας