Νέα ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανεφοδιασμός οι ανεφοδιασμοί
      γενική του ανεφοδιασμού των ανεφοδιασμών
    αιτιατική τον ανεφοδιασμό τους ανεφοδιασμούς
     κλητική ανεφοδιασμέ ανεφοδιασμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

ανεφοδιασμός < ανεφοδιάζω + -μός

  Ουσιαστικό Επεξεργασία

ανεφοδιασμός αρσενικό

Συγγενικές λέξεις Επεξεργασία

  Μεταφράσεις Επεξεργασία