Ετυμολογία

επεξεργασία
ανεφοδιάζω < αν- (ανά) + εφοδιάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική approvisionner

ανεφοδιάζω (παθητική φωνή: ανεφοδιάζομαι)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία