ανεφοδιάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανεφοδιάζω < αν- (ανά) + εφοδιάζω, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική approvisionner
Ρήμα
επεξεργασίαανεφοδιάζω (παθητική φωνή: ανεφοδιάζομαι)
- παρέχω τα εφόδια που χρειάζεται κάποιος εκ νέου, αναπληρώ τα αναλώσιμα που καταναλώθηκαν, δαπανήθηκαν ή πάντως τελείωσαν
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανεφοδιάζω | ανεφοδίαζα | θα ανεφοδιάζω | να ανεφοδιάζω | ανεφοδιάζοντας | |
β' ενικ. | ανεφοδιάζεις | ανεφοδίαζες | θα ανεφοδιάζεις | να ανεφοδιάζεις | ανεφοδίαζε | |
γ' ενικ. | ανεφοδιάζει | ανεφοδίαζε | θα ανεφοδιάζει | να ανεφοδιάζει | ||
α' πληθ. | ανεφοδιάζουμε | ανεφοδιάζαμε | θα ανεφοδιάζουμε | να ανεφοδιάζουμε | ||
β' πληθ. | ανεφοδιάζετε | ανεφοδιάζατε | θα ανεφοδιάζετε | να ανεφοδιάζετε | ανεφοδιάζετε | |
γ' πληθ. | ανεφοδιάζουν(ε) | ανεφοδίαζαν ανεφοδιάζαν(ε) |
θα ανεφοδιάζουν(ε) | να ανεφοδιάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανεφοδίασα | θα ανεφοδιάσω | να ανεφοδιάσω | ανεφοδιάσει | ||
β' ενικ. | ανεφοδίασες | θα ανεφοδιάσεις | να ανεφοδιάσεις | ανεφοδίασε | ||
γ' ενικ. | ανεφοδίασε | θα ανεφοδιάσει | να ανεφοδιάσει | |||
α' πληθ. | ανεφοδιάσαμε | θα ανεφοδιάσουμε | να ανεφοδιάσουμε | |||
β' πληθ. | ανεφοδιάσατε | θα ανεφοδιάσετε | να ανεφοδιάσετε | ανεφοδιάστε | ||
γ' πληθ. | ανεφοδίασαν ανεφοδιάσαν(ε) |
θα ανεφοδιάσουν(ε) | να ανεφοδιάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ανεφοδιάσει | είχα ανεφοδιάσει | θα έχω ανεφοδιάσει | να έχω ανεφοδιάσει | ||
β' ενικ. | έχεις ανεφοδιάσει | είχες ανεφοδιάσει | θα έχεις ανεφοδιάσει | να έχεις ανεφοδιάσει | ||
γ' ενικ. | έχει ανεφοδιάσει | είχε ανεφοδιάσει | θα έχει ανεφοδιάσει | να έχει ανεφοδιάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ανεφοδιάσει | είχαμε ανεφοδιάσει | θα έχουμε ανεφοδιάσει | να έχουμε ανεφοδιάσει | ||
β' πληθ. | έχετε ανεφοδιάσει | είχατε ανεφοδιάσει | θα έχετε ανεφοδιάσει | να έχετε ανεφοδιάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ανεφοδιάσει | είχαν ανεφοδιάσει | θα έχουν ανεφοδιάσει | να έχουν ανεφοδιάσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ανεφοδιάζομαι | ανεφοδιαζόμουν(α) | θα ανεφοδιάζομαι | να ανεφοδιάζομαι | ||
β' ενικ. | ανεφοδιάζεσαι | ανεφοδιαζόσουν(α) | θα ανεφοδιάζεσαι | να ανεφοδιάζεσαι | ||
γ' ενικ. | ανεφοδιάζεται | ανεφοδιαζόταν(ε) | θα ανεφοδιάζεται | να ανεφοδιάζεται | ||
α' πληθ. | ανεφοδιαζόμαστε | ανεφοδιαζόμαστε ανεφοδιαζόμασταν |
θα ανεφοδιαζόμαστε | να ανεφοδιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | ανεφοδιάζεστε | ανεφοδιαζόσαστε ανεφοδιαζόσασταν |
θα ανεφοδιάζεστε | να ανεφοδιάζεστε | (ανεφοδιάζεστε) | |
γ' πληθ. | ανεφοδιάζονται | ανεφοδιάζονταν ανεφοδιαζόντουσαν |
θα ανεφοδιάζονται | να ανεφοδιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ανεφοδιάστηκα | θα ανεφοδιαστώ | να ανεφοδιαστώ | ανεφοδιαστεί | ||
β' ενικ. | ανεφοδιάστηκες | θα ανεφοδιαστείς | να ανεφοδιαστείς | ανεφοδιάσου | ||
γ' ενικ. | ανεφοδιάστηκε | θα ανεφοδιαστεί | να ανεφοδιαστεί | |||
α' πληθ. | ανεφοδιαστήκαμε | θα ανεφοδιαστούμε | να ανεφοδιαστούμε | |||
β' πληθ. | ανεφοδιαστήκατε | θα ανεφοδιαστείτε | να ανεφοδιαστείτε | ανεφοδιαστείτε | ||
γ' πληθ. | ανεφοδιάστηκαν ανεφοδιαστήκαν(ε) |
θα ανεφοδιαστούν(ε) | να ανεφοδιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ανεφοδιαστεί | είχα ανεφοδιαστεί | θα έχω ανεφοδιαστεί | να έχω ανεφοδιαστεί | ανεφοδιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις ανεφοδιαστεί | είχες ανεφοδιαστεί | θα έχεις ανεφοδιαστεί | να έχεις ανεφοδιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ανεφοδιαστεί | είχε ανεφοδιαστεί | θα έχει ανεφοδιαστεί | να έχει ανεφοδιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ανεφοδιαστεί | είχαμε ανεφοδιαστεί | θα έχουμε ανεφοδιαστεί | να έχουμε ανεφοδιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ανεφοδιαστεί | είχατε ανεφοδιαστεί | θα έχετε ανεφοδιαστεί | να έχετε ανεφοδιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ανεφοδιαστεί | είχαν ανεφοδιαστεί | θα έχουν ανεφοδιαστεί | να έχουν ανεφοδιαστεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι ανεφοδιασμένος - είμαστε, είστε, είναι ανεφοδιασμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν ανεφοδιασμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν ανεφοδιασμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι ανεφοδιασμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι ανεφοδιασμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι ανεφοδιασμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι ανεφοδιασμένοι |