παρέχω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- παρέχω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρέχω < (παρά) παρ- + ἔχω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /paˈɾe.xo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρέ‐χω
Ρήμα
επεξεργασίαπαρέχω, πρτ.: παρείχα, αόρ.: παρείχα/παρέσχον, παθ.φωνή: παρέχομαι, π.αόρ.: παρασχέθηκα
- δίνω κάτι σε κάποιον, χορηγώ, προμηθεύω, προσφέρω, προξενώ
- ※ Το Λουξεμβούργο είχε ήδη συμφωνήσει να παράσχει πληροφορίες για τις συμφωνίες του με ξένες εταιρείες στις κυβερνήσεις των χωρών που θα τις ζητούσαν, όμως απέρριπτε το αίτημα των υπηρεσιών ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης επειδή δεν είναι φορολογικές αρχές. (* εφημερίδα Το Βήμα)
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιπαρέχω
- αντιπαροχή
- παρασχεθείς (μετοχή)
- παρεσχημένος (μετοχή)
- παροχή
- → δείτε τις λέξεις παρά και έχω
Δείτε επίσης
επεξεργασία- παραέχω (έχω πάρα πολύ)
- παρωχημένος (από το αρχαίο ρήμα παροίχομαι
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία παρέχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | παρέχω | παρέχομαι |
Παρατατικός | παρεῖχον, παρέχον | παρειχόμην, παρεχόμην |
Μέλλοντας | παρέξω, παρασχήσω | παρέξομαι, παρασχήσομαι & — |
Αόριστος | παρέσχον, παρέσχεθον, παρέσκεθον | παρεσχόμην, παρασχεθόμην, παρεσκεθόμην & — |
Παρακείμενος | παρέσχηκα | παρέσχημαι |
Υπερσυντέλικος | ||
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαπαρέχω
- έχω κοντά μου, έχω έτοιμο
- παρέχω, δίνω, προμηθεύω, χορηγώ, εφοδιάζω
- χαρίζω
- γεννώ, προξενώ
- παρουσιάζω, εμφανίζω
- επιτρέπω, δίνω τη δυνατότητα, το δικαίωμα
Συγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τις λέξεις παρά και ἔχω
Σύνθετα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- παρέχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παρέχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.