Ετυμολογία

επεξεργασία
χαρίζω < (ελληνιστική κοινή) χαρίζω / χαρίζομαι

χαρίζω

  1. προσφέρω ως δώρο αντικείμενο ή αφηρημένη έννοια ή ζώο. Δίνω κάτι χωρίς να περιμένω αντάλλαγμα
    ⮡  Αχ, μ' αρέσει το στιλό σου. Μου το χαρίζεις;
  2. απαλλάσσω από υποχρέωση, ποινή, οικονομικό χρέος
    ⮡  το δικαστήριο του χάρισε την ποινή.
    "Πρόσεχε με δαύτον. Δεν χαρίζει" (για αυστηρούς ή τσιγκούνηδες)

Εκφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία