ενεστώτας donate
γ΄ ενικό ενεστώτα donates
αόριστος donated
παθητική μετοχή donated
ενεργητική μετοχή donating

donate (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) χαρίζω, δωρίζω, δίνω χρήματα, φαγητό, ρούχα κτλ. σε κάποιον ή κάτι, ειδικά σε μια φιλανθρωπική οργάνωση
    They donated ten beds to the hospital.
    Χάρισαν δέκα κλίνες στο νοσοκομείο.
    He donated his fortune to the church/to the university.
    Δώρισε την περιουσία του στην εκκλησία/στο πανεπιστήμιο.
     συνώνυμα:  endow, gift, give και give away