donate
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | donate |
γ΄ ενικό ενεστώτα | donates |
αόριστος | donated |
παθητική μετοχή | donated |
ενεργητική μετοχή | donating |
Ρήμα
επεξεργασίαdonate (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) χαρίζω, δωρίζω, δίνω χρήματα, φαγητό, ρούχα κτλ. σε κάποιον ή κάτι, ειδικά σε μια φιλανθρωπική οργάνωση