Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας give away
γ΄ ενικό ενεστώτα gives away
αόριστος gave away
παθητική μετοχή given away
ενεργητική μετοχή giving away

  Ετυμολογία επεξεργασία

give away < → δείτε τις λέξεις give και away

  Ρήμα επεξεργασία

give away (en)

  1. χαρίζω, δίνω ένα δώρο
    He gave away his money.
    Χάρισε τα λεφτά του.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη donate
  2. προδίδω, κάνω γνωστό κάτι που κάποιος θέλει να κρατήσει μυστικό
    His accent gave him away.
    Τον πρόδωσε ο τόνος της φωνής του.
     συνώνυμα:  betray, disclose και reveal

  Πηγές επεξεργασία