reveal
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
reveal | reveals |
reveal (en)
- η εξωτερική πλευρά ενός παράθυρου ή η κάσα πόρτας, το πλαίσιο
- η αποκάλυψη, το φανέρωμα, το ξεσκέπασμα
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | reveal |
γ΄ ενικό ενεστώτα | reveals |
αόριστος | revealed |
παθητική μετοχή | revealed |
ενεργητική μετοχή | revealing |
reveal (en)
- (μεταβατικό) αποκαλύπτω, φανερώνω, ξεσκεπάζω
- προδίδω, μαρτυρώ, δείχνω κάτι που προηγουμένως δεν μπορούσε να φανεί