φανέρωμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φανέρωμα < φανερώνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφανέρωμα ουδέτερο
- η εκδήλωση, η αποκάλυψη, το να έρχεται στο φως ένα κρυφό συναίσθημα, κινητρο ή ένα αντικείμενο χαμένο, κρυμμένο
Μεταφράσεις
επεξεργασία φανέρωμα